- λάντζα
- (I)και λάντσα, η1. στρογγυλό δοχείο ή καζάνι που χρησίμευε για το πλύσιμο τών πιάτων και τών μαγειρικών σκευών2. το πλύσιμο αυτών τών αντικειμένων («σήμερα πρέπει να κάνεις εσύ τη λάντζα»)3. μικρή βάρκα για μεταφορά επιβατών και φορτίων, από ή σε πλοίο που δεν μπορεί να προσορμιστεί4. μτφ. βαριά δουλειά, απαραίτητη να γίνει, την οποία ορισμένοι αποφεύγουν και θεωρούν ευνόητο να τήν κάνουν οι άλλοι.[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λέξη, πιθ. < λαϊκό ιταλ. lenza «νερό»].————————(II)λάντζα και λάτζα και λάντσα, ἡ (Μ)το ακόντιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. lanza].
Dictionary of Greek. 2013.